βουκέντης

βουκέντης
βουκέντης, ο (Α)
1. αυτός που κεντρίζει τα βόδια κατά το όργωμα
2. η βουκέντρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουκένται — βουκέντης goader of oxen masc nom/voc pl βουκέντᾱͅ , βουκέντης goader of oxen masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκέντη — βουκέντης goader of oxen masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκέντας — βουκέντᾱς , βουκέντης goader of oxen masc acc pl βουκέντᾱς , βουκέντης goader of oxen masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”